- αντιβουίζω
- -βούισα, αντηχώ: Αντιβούιζαν οι λαγκαδιές από το ντουφεκίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιβουίζω — αντιβουίζω, αντιβούιξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιβουίζω — βουίζω κι εγώ, αντηχώ, αντιλαλώ … Dictionary of Greek
αντιβοΐζω — βλ. αντιβουίζω … Dictionary of Greek
ηχοβολώ — άω παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι βολώ, πυρο βολώ] … Dictionary of Greek